- αντιφρονώ
- (-έω)1. έχω αντίθετη γνώμη, διαφωνώ2. οι αντιφρονούντεςαυτοί που με συγκεντρώσεις, δηλώσεις ή δημοσιεύματα εκφράζουν τη διαφωνία τους προς ένα καθεστώς χωρίς να επιζητούν επαναστατικά την ανατροπή του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + φρονώ. Η λ. αντιφρονούντες μαρτυρείται από το 1851 στον Στέφ. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.